Πειραιάς 1935: Το φροντιστήριον γαλλικών και… έρωτος της οδού Κανθάρων

Πειραιάς 1935: Το φροντιστήριον γαλλικών και… έρωτος της οδού Κανθάρων

των Βαγγέλη Γεωργίου και Μαίρης Φωσκόλου

Το φθινόπωρο του 1935 εμφανίστηκε στο τμήμα της Γενικής Ασφάλειας Πειραιά ένας αγανακτισμένος, θυμωμένος πατέρας. Αυτό που ζήτησε από τους αστυνομικούς ήταν άνευ προηγουμένου. Ο 55χρονος εκπαιδευτικός Ηρακλής Κατωγάς, παρακάλεσε τα όργανα να του παραχωρήσουν ένα ζευγάρι χειροπέδες για λόγους… παιδαγωγικούς. Ήθελε να τις τοποθετήσει στον ίδιο του τον γιο, ώστε να τον αποτρέψει από την “βρωμερά έξιν” που είχε αποκτήσει τόσο έντονα τελευταία: …αυνανιζόταν συνέχεια.

Το πιο ανησυχητικό ήταν πως μέρες πριν, ο 15χρονος Γιαννάκης είχε συλληφθεί από την αστυνομία στους βράχους της Πειραϊκής σε άσεμνη στάση με έναν ηλικιωμένο. Δεν ήταν μια εύκολα διαχειρίσιμη κατάσταση πόσο μάλλον για μια πουριτανική μεσοπολεμική οικογένεια. Οι γονείς του έφηβου, αφού τον παρέλαβαν από την υγειονομική υπηρεσία, κράτησαν τα προσχήματα και τον έκλεισαν στο σπίτι απαγορεύοντάς του την έξοδο.


Ο Ηρακλής Κατωγάς και η σύζυγός του Δεσποινούλα ήταν ιδιοκτήτες ενός γνωστού φροντιστηρίου στην οδό Κανθάρων 49 στον Πειραιά, κοντά στη συνοικία Βρυώνη. «Φροντιστήριο Γυμνασιακών Μαθημάτων και νυχτερινή σχολή εργαζομένων προς εκμάθησιν της Γαλλικής – 150 δραχμ. μηνιαίως» έγραφε η ταμπέλα του νεοκλασικού κτηρίου. Ήταν μια αξιοσέβαστη οικογενειακή επιχείρηση στην οποία ο κύριος Ηρακλής υιοθετούσε πρωτότυπες εκπαιδευτικές μεθόδους, όπως η… μουσική. Τα γύρω σπίτια της γειτονιάς είχαν την τύχη να απολαμβάνουν αγαπημένα τραγούδια για ώρες καθώς οι ιδιοκτήτες του φροντιστηρίου είχαν συνδέσει το γραμμόφωνο τους με ένα μεγάφωνο στο παράθυρο. Συνήθως η πλάκα έπαιζε το «κόκορας και η κοτούλα». Η ένταση της γρατσουνισμένης μουσικής ήταν όσο έπρεπε.


Για κάποια χρόνια κάπως έτσι ήταν η οπτικοακουστική εικόνα σε αυτή τη συνοικία του Πειραιά. Το φθινόπωρο του 1935 όμως ο Τύπος της εποχής θα αποκάλυπτε ότι όλα αυτά ήταν μια ευφυής βιτρίνα. Η ταμπέλα στην είσοδο είχε διπλή χρησιμότητα ενώ η δυνατή μουσική ήταν αναγκαία για να καλύπτει τους γυναικείους και ανδρικούς ήχους του θορυβώδους σεξ που έβγαιναν από τα δωμάτια του νεοκλασικού. Στον Σεπτέμβριο του 1935, το εν λόγω φροντιστήριο θα σχημάτιζε μια από τις πιο πρωτότυπες δικογραφίες της μεσοπολεμικής Ελλάδας αποδίδοντας στους ιδιοκτήτες του εκπαιδευτηρίου «τας κατηγορίας της προαγωγής εις πορνείαν και της παροχής τόπου προς ασέλγειαν».

Το περίφημο πρωτότυπο σπουδαστήριο της οδού Κανθάρων 49.

Πολλαπλή σκηνή εγκλήματος

Απόγευμα Κυριακής της 1ης Σεπτεμβρίου 1935, ο ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος Ηθών Πειραιά αστυνόμος Κορωνάκος, ντυμένος με πολιτικά, χτύπησε την πόρτα του φροντιστηρίου. Μαζί του ήταν ο υπαστυνόμος Θωμάς με μια ομάδα της υπηρεσίας, επίσης με πολιτική περιβολή για ευνόητους λόγους. Αφού τους άνοιξε η υπηρέτρια, εκείνοι αστραπιαία, δίχως να πουν λέξη, όρμησαν βίαια στο εσωτερικό του κτηρίου διεξάγοντας έρευνα σε όλα τα διαμερίσματα. Οι έντρομοι ιδιοκτήτες άρχιζαν να φωνάζουν ότι διασύρεται ένα “ευαγές εκπαιδευτήριο” και μια “εκλεκτή” πειραϊκή οικογένεια ενώ επικαλέστηκαν την παραβίαση του “οικογενειακού ασύλου”. Τι συνέβαινε άραγε;

Από τον Οκτώβρη, o αστυνόμος Κορωνάκος είχε πληροφορίες από γείτονες αλλά και γονείς, ότι πολλές νέες κοπέλες, άλλες ελεύθερες μα και πολλές παντρεμένες, αμέμπτου ηθικής, κατέφευγαν στο φροντιστήριο για να προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες επ’ αμοιβή. Σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πληροφορίες, οι ιδιοκτήτες του φροντιστηρίου κατάφερναν ακόμα να εκπορνεύουν και ανήλικες μαθήτριες τους έως και 14 ετών. Αμέσως ο διοικητής συγκρότησε εξαμελή ειδική ομάδα παρακολούθησης του εν λόγω φροντιστηρίου, για να συγκεντρώσει στοιχεία και να προβεί σε συλλήψεις. Για κάποιες ημέρες στην περιοχή γύρω από το σπουδαστήριο είχαν ακροβολιστεί μυστικοί της αστυνομίας. Μόλις συνέλεξαν αρκετά στοιχεία ο διοικητής έβαλε σε εφαρμογή την επιχείρηση.

Στο πρώτο δωμάτιο, αριστερά της εισόδου του “οικογενειακού ασύλου”, πρώτη εικόνα που αντίκρισαν οι αστυνομικοί ήταν εκείνη της 17χρονης Έλλης Π. με έναν νεαρό πελάτη σε “σκανδαλωδεστάτη στάση”, ολόγυμνοι και οι δύο τους πάνω στο κρεβάτι. Η νεαρή άρχισε να κλαίει με σπαρακτικές κραυγές, φωνάζοντας ότι έπεσε θύμα του ζεύγους.

H ημίγυμνη μοδίστρα

Η 17χρονη κεντίστρια Έλλη Π. προσλήφθηκε αρχικά από την Δέσποινα Κατωγά για να αναλάβει να ράψει μια τουαλέτα. Θα ήταν μια παραγγελία που θα την “γέμιζε λεπτά” εισπράττοντας μάλιστα προκαταβολή 500 δραχμών. Σύμφωνα με την μαρτυρία της όμως έπεσε τραγικό θύμα του ζεύγους Κατωγά ήδη από τα 14 της χρόνια. Αφού τότε επισκέφθηκε τους εργοδότες-πελάτες της, “παραπλανήθηκε” καθώς της ασκήθηκε «ηθική βία» ώστε να μείνει ένα βράδυ στο φροντιστήριο.

Αρχικά, ισχυρίστηκε ότι αντιστάθηκε αλλά το ζεύγος Κατωγά κατάφερε να την πείσει με διάφορα “παραπλανητικά τεχνάσματα” να “παραδοθεί” σε έναν άγνωστο “εραστή της στιγμής”. Ομολόγησε μάλιστα ότι της καταβλήθηκε γενναία αμοιβή για τις “υπηρεσίες” της. Έκτοτε μετέβαινε στο φροντιστήριο “παραδίδοντας τακτικά το κορμί της” μοιράζοντας τα κέρδη με την Κατωγά. Το καθεστώς αυτό διήρκεσε τρία χρόνια ώσπου πιάστηκε ημίγυμνη επ’ αυτοφόρω από τους αστυνομικούς, «κλαίουσα και οδυρομένη». Ο Ημερήσιος Κήρυξ έγραψε ότι η ατυχής κόρη εμφανίζεται ήδη μετανοημένη και κλαίει δια το κατάντημά της

Στο αμέσως επόμενο δωμάτιο οι αστυνομικοί ήρθαν αντιμέτωποι με μια παλιά γνώριμη της αστυνομίας την 25χρονη Ηλέκτρα, η οποία έκανε “συντροφιά” σε έναν μεσήλικα Πειραιώτη. Όπως αναφέρει και ο τύπος της εποχής, η συγκεκριμένη “έχει ύποπτον παρελθόν γνωστόν εις την Αστυνομίαν Αθηνών”.

Στη δε αίθουσα αναμονής, στο σαλόνι, οι αστυνομικοί εντόπισαν τρείς “επισκέπτες” πελάτες. Για τους συγκεκριμένους κυρίους είχε κανονιστεί από τον Κατωγά να συναντηθούν με τρείς παντρεμένες κυρίες. Ωστόσο, εκτός από τις “βρωμογυναίκες”, όπως κατέθεσε και αυτόπτης μάρτυρας, “ξεγελιώντουσαν και ερχόντουσαν κοριτσάκια, τα οποία επί ώρες ολόκληρες δασκάλευε και κατόπιν τα κατάφερνε αρχικώς [ο Κατωγάς] να δέχωνται τα χάδια των πελατών και κατόπιν να κλείνωνονται με αυτούς στα δωμάτια”. Η Νίτσα, η Ευτυχία και η Γαλάτεια ήταν τα τελευταία θύματα από τη μακρά λίστα των “φτωχών” κοριτσιών που διεφθάρησαν.

Δρόμο για το Τμήμα Ηθών


Όλοι τους οδηγήθηκαν στο Τμήμα Ηθών όπου η αστυνομία τους πήρε καταθέσεις. Το ζεύγος ισχυρίστηκε ότι είχε τις πόρτες ανοιχτές σε φιλικά πρόσωπα, χωρίς να έχει αντιληφθεί ότι διαπράττονταν όργια υπό την “φιλόξενην στέγην” του. Σύμφωνα με τις καταγγελίες ασκούνταν πίεση στις ανήλικες μαθήτριες να γνωρίζουν τους επισκέπτες που σύχναζαν εκεί. Κάποιες, φυσικά, εγκατέλειπαν τα μαθήματά τους για να ασκήσουν τα νέα τους “καθήκοντα” ενώ δεν ήταν λίγες εκείνες που “εγγράφοντο εις το φροντιστήριον δια να έχουν και αύται την ίδιαν τύχην”.

Η μαρτυρία της υπηρέτριας που ανυποψίαστα άνοιξε την πόρτα στην αστυνομία, ήταν αποκαλυπτική. Η Μαρία Πατσούρα ήταν χήρα, 28 χρονών που εργαζόταν στην οικία από τον Μάρτιο του ίδιου έτους. Αρχικά με την έφοδο της αστυνομίας διαμαρτυρήθηκε μαζί με το ζευγάρι για παραβίαση του οικογενειακού τους ασύλου. Η ίδια όμως αργότερα ομολόγησε ότι γνώριζε όσα γίνονταν στο φροντιστήριο από την πρώτη κιόλας μέρα. Τόσο οι γυναίκες όσο και τα κορίτσια του φροντιστηρίου «έκαμνον μεγάλας ασχημίας». Δεν μπορούσε ωστόσο να καταγγείλει το ζευγάρι ή να φύγει, αφού τις χρωστούσε τα δεδουλευμένα του πρώτου μήνα. “Από την πρώτη μέρα είδα να έρχονται στο σπίτι ύποπτα ζεύγη τα οποία κλείνονταν σε διάφορα ιδιαίτερα δωμάτια. Ο Κατωγάς που είχε γνωριμίες σε ολόκληρο τον Πειραιά, παρέσυρε στο διαφθορείον του διαφόρους γυναίκας. Εγώ ήθελα να φύγω διότι είμαι τίμιο κορίτσι, αλλά δυστυχώς μου χρωστούσαν χρήματα και έτσι ήμουν αναγκασμένη να παραμένω” κατέθεσε η ίδια.

Η διεύθυνσις του διαφθορείου

Ηρακλής Κατωγάς

Ιθύνων νους και διευθυντής του διαφθορείου-φροντιστηρίου ήταν ο 55χρονος Ηρακλής Κατωγάς. Δίδασκε γαλλικά και μαθηματικά, ωστόσο δεν ήταν ξένος στο Σώμα καθώς ήταν παλαιός αξιωματικός της χωροφυλακής. Όπως εξακρίβωσε η αστυνομία, ο Κατωγάς δεν είχε άδεια λειτουργίας του φροντιστηρίου. Για τους 50 περίπου μαθητές του, ο Κατωγάς έλεγε ότι εφάρμοζε ένα “νέο σύστημα προπονήσεως εις τα μαθήματα δια μικτής παρακολουθήσεως των υπό νεανίσκων και ωρίμων ανδρών αφενός και νεανίδων και γυναικών αφετέρου”.

Δεσποινούλα Κατωγά

Το φροντιστήριο ήταν η κάλυψη για τις μυστικές δράσεις του ζευγαριού ενώ στην αστυνομία ισχυρίστηκαν ότι το σπίτι τους ήταν απλά ανοιχτό για όλα τα φιλικά τους πρόσωπα, χωρίς να γνωρίζουν τάχα όσα συνέβαιναν εκεί. Ωστόσο, ο Κατωγάς επιχείρησε να διαψεύσει τις κατηγορίες σε συνέντευξη του μετά την σύλληψή του: “Πολύ υπερβολικά τα γράφουν οι εφημερίδες. Ήτανε μερικοί φίλοι που ζητούσαν φιλοξενία στο σπίτι μου. Τίποτα άλλο. Αυτά είναι όλα. Όσα γράφουν οι δημοσιογράφοι είναι ψέμματα”.

Ο τύπος της εποχής έγραφε ότι το ζευγάρι παραπλανούσε τακτικά τις νεαρές μαθήτριες, ασκώντας «σωματεμπορική εκμετάλλευση».

Βοηθός του Κατωγά στο «άσεμνο» εγχείρημα ήταν η σύζυγός του, Δεσποινούλα Κατωγά 45 ετών. Όταν μάλιστα υπήρξαν φορές που κάποια κορίτσια εξέφραζαν φόβους για την αποκάλυψη του καμουφλαρισμένου πορνείου, εκείνη απαντούσε κυνικά «ας είναι καλά η ταμπέλα μου».

Φαίνεται πάντως ότι και η ίδια η Δέσποινα Κατωγά είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με διάφορα ονόματα φυσικά με το αζημίωτο. Σύμφωνα με την κατάθεση της εκδιδόμενης μοδίστρας η “μέγαιρα διευθύντρια” την έπεισε ότι μπορούσε να βγάλει περισσότερα χρήματα αν δεχόταν τις συμβουλές της.

Κορίτσια ηλικιών 12 έως 20 ετών παραδίδονταν σε διάφορους “γέροντας σατύρους” αντί μεγάλων αμοιβών που κυμαίνονταν μεταξύ 1.000 και 2.000 δραχμών. Καθώς φαίνεται το “εκμαυλιστήριο” είχε εκλεκτούς πελάτες. Το δελτίο συμβάντων της αστυνομίας τόνιζε ότι στο διαφθορείο προσέρχονταν “πρόσωπα σοβαρά γνωστότατα στην πειραϊκή κοινωνία”. Μια 14χρονη κόρη, η Λευκή Γ., είχε “διαφθαρεί” το 1932 από έναν εφοπλιστή που σύχναζε τακτικά στο φροντιστήριο. Ένας επίσης από τους πλέον περίεργους επισκέπτες την ημέρα της αστυνομικής εφόδου ήταν ένας γιατρός, ο οποίος προσκλήθηκε για πρώτη φορά, από την Δέσποινα Κατωγά για να της κάνει μια “αντινευρασθενική ένεση”. Ο ίδιος δήλωσε άγνοια και εξέφρασε στους αστυνομικούς την λύπη του για τα “αποκαλυφθέντα όργια”. Ο τύπος της εποχής έγραψε πως ήταν τελείως ξένος προς τα διαπραττόμενα όργια και γι’ αυτό άλλωστε εξέφρασε την “βαθυτάτη οδύνη του διότι παρευρέθη εις στην “αισχράν στέγην”.

Ο Ηρακλής Κατωγάς κρατήθηκε στο Τμήμα Γενικής Ασφάλειας Πειραιά ενώ η σύζυγός του Δεσποινούλα Κατωγά μεταφέρθηκε στα κρατητήρια γυναικών του Β’ Αστυνομικού Τμήματος. Το απόγευμα της 2ας Σεπτεμβρίου του 1935 οι δύο τους πέρασαν την πόρτα του εισαγγελέα με μια “πλούσια” δικογραφία. Η πράξη τους χαρακτηρίστηκε όμως πλημμέλημα και αφέθηκαν ελεύθεροι περιμένοντας την πρώτη δικάσιμο.

Ίσως από τις πλέον τραγικές φιγούρες της υπόθεσης ήταν ο 15χρονος Γιάννης, ο γιος του ζευγαριού, που απ’ ότι φαίνεται μάλλον εκδιδόταν. Η υποκριτική επίσκεψη του πατέρα του στο αστυνομικό τμήμα για να ζητήσει χειροπέδες, είχε την εξήγησή της. “Εξακριβώθηκε ωσαύτως από την αστυνομική προανάκριση ότι ο 15τής ιός των Κατωγά, συνεπεία θεαμάτων, τα οποία έβλεπε συχνά στο πατρικό του σπίτι, τελευταίως είχεν ολισθήσει προς την διαφθοράν”. Αλλού γραφόταν ότι ο έφηβος Γιάννης “παριστάμενος μάρτυς των διαπραττομένων οργίων, απέκτησε το νεανικόν πάθος. Ο μικρός Γιαννάκης ανακριμόμενος αποκάλυψε στους αστυνομικούς ότι σκανδαλιζόμενος από τις ερωτικές σκηνές που έβλεπε στο σπίτι του απέκτησε το κακόν ελάττωμα”. Η εφημερίδα Ακρόπολις είχε την εξήγηση για όλα αυτά: “Το μεταπολεμικό κύμα ανηθικότητας άρχισε να παίρνει και στον τόπο μας θλιβερώτατες διαστάσεις”.

Ιωάννης Μεταξάς, ο πρώτος Έλληνας anti-trafficker

Ιωάννης Μεταξάς

Σε λιγότερο από ένα χρόνο μετά την αποκάλυψη της σκηνής του εγκλήματος στην Κανθάρων 49 άλλαξε δραματικά το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα.

Τον Δεκέμβριο του 1936, δεν είχαν περάσει λίγοι μήνες από την κατάργηση του κοινοβουλευτισμού από το «θρυλικό» δίδυμο Βασιλιά Γεώργιου Β’ και Ιωάννη Μεταξά και στην ελληνική νομοθεσία κάπου στριμώχτηκε ο Αναγκαστικός Νόμος 360. Ο Μεταξάς, θιασώτης της τάξης και της ηθικής, διάβαζε περήφανα το Νόμο: «Ποινικώς τιμωρητέος όποιος προς ικανοποίηση αλλότριων παθών προήγαγε παρέσυρε ή παρεπλάνησε και τη οικεία έτι συγκαταθέσει γυναίκα ή νεανίδα ενήλικον επι σκοπώ ανηθίκου εκμεταλλεύσεως αυτής εν άλλη Χώρα..».

Ο άνθρωπος που πίστευε στη «συστολή» και «διαστολή» των ατομικών δικαιωμάτων ανάλογα με τα συμφέροντα του συνόλου επικύρωσε τον πρώτο ελληνικό νόμο «περί καταστολής της σωματεμπορίας ενηλίκων γυναικών» βάζοντας το πρώτο λιθαράκι στο ελληνικό anti-trafficking. Παραδόξως, ο Μεταξάς ουσιαστικά έκανε αυτό που έπρεπε να είχε γίνει από τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις: επικύρωσε το σχετικό διεθνή νόμο του 1933 της Κοινωνίας των Εθνών για τη σωματεμπορία.

Πηγές
[1] Ακρόπολις
[2] Ελεύθερος Άνθρωπος
[3] Πατρίς
[4] Ημερήσιος Κήρυξ
[5] Ανεξάρτητος

Πηγή: Crime Times

Θέλεις να σου στέλνω;

Εάν θέλετε να λαμβάνετε -που και που- ειδικές όψεις γεγονότων εγγραφείτε εδώ.

Leave a Reply

Your email address will not be published.