Με την αλλαγή της χρονιάς, η αρθρογραφία και οι δημόσιες παρεμβάσεις σχετικά με την επέτειο των 200 ετών από την επανάσταση άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Θυμήθηκα μια εκπομπή επετειακή για τα 190 χρόνια από την Επανάσταση, η οποία προβλήθηκε το 2011. Γιατί όμως την θυμήθηκα; Μιλώντας με τον καθηγητή Πολιτικών Επιστημών Γιώργο Κοντογιώργη σκέφτηκα να τον “τσιγκλήσω” φέρνοντας και στη δική του μνήμη εκείνη την εκπομπή και τα περίεργα που ακούστηκαν. Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος, άλλωστε, με ολόφρεσκο εντυπωσιακό συγγραφικό του εγχείρημα βάζει τα πράγματα στη θέση τους.
Σε εκείνη την εκπομπή λοιπόν, δύο Έλληνες ακαδημαϊκοί είπαν στο γυαλί -με ειρωνεία- ότι οι υπόδουλοι στους Οθωμανούς Έλληνες λειτουργούσαν ληστρικά, για παράδειγμα ήταν μόνο για να συλλέγουν φόρους. Οπότε, σύμφωνα με αυτούς, το νεοελληνικό κράτος ορθώς αντέγραψε δυτικά πρότυπα καθώς οι Έλληνες δεν είχαν τίποτα από το παρελθόν τους που να αξίζει. Αυτό όμως, για τον Κοντογιώργη, δεν είναι τίποτα άλλο παρά “αλχημείες”!
Γιατί μεγάλο μέρος της ελληνικής διανόησης να κάνει κάτι τέτοιο, αναρωτιέται κανείς; Αυτό συνέβη διότι το ελλαδικό απολυταρχικό κράτος που επιβλήθηκε μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, έπρεπε να νομιμοποιηθεί στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας, όπως εξηγεί ο Κοντογιώργης. Για να το κάνει αυτό έπρεπε να απαξιώσει το δημοκρατικό της κεκτημένο.
«Μα, αν οι ελληνικές κοινότητες ήταν απλοί φοροσυλλεκτικοί θεσμοί γιατί άραγε τόσο μένος εναντίον τους;» αναρωτιέται πονηρά ο καθηγητής. Προκειμένου να μου εξηγήσει ο ίδιος τι συνέβη με τις ελληνικές κοινότητες και τη δημοκρατική τους πολιτεία, με περέπεμψε σε ένα νομοθετικό κείμενο των Βαυαρών, στο οποίο ομολογείται ότι η βαυαρική απολυταρχία κατέλυσε αυτές τις δημοκρατικές δομές.
Λέει το κείμενο αυτό: «Τέτοιου είδους συνελεύσεις αγγίζουν το επίπεδο των ταπεινών συναισθημάτων και της ιδιοτέλειας, και οι αποφάσεις που προκύπτουν από τέτοιου είδους συζητήσεις είναι αδύναμες για να προωθήσουν το δημόσιο συμφέρον, επειδή οι συμμετέχοντες δεν έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν την αναγκαία, ακριβή και εκ βάθρων γνώση για τα ζητήματα της πολιτικής διοίκησης…». Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει ότι αυτό που ενοχλούσε το κράτος της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας που εμφυτεύθηκε στην ελλαδική κοινωνία ήταν η δημοκρατία στις κοινότητες, καθώς το εμπόδιζε να νομιμοποιηθεί ως απολυταρχία αρχικά και στη συνέχεια έως σήμερα ως δημοκρατία.
Θεσμοί ελληνιστικοί και όχι του οθωμανικού κράτους!
Μετά από όλα αυτά λοιπόν, ζήτησα από τον Κοντογιώργη να αναφέρει συγκεκριμένα παραδείγματα κληροδοτήματα (πχ διοίκηση) που θα μπορούσε να εφαρμόσει το νεοελληνικό σε αντιπαραβολή με τα ξενόφερτα μοντέλα της βαυαροκρατίας. Ο ίδιος έχει καταδείξει ότι «αυτό που αποκαλείται κοινότητα της τουρκοκρατίας είναι κυριολεκτικά η πόλις κράτος που αποτέλεσε αδιατάρακτα μέχρι το νεοτερικό κράτος έθνος τη θεμέλια κοινωνία των Ελλήνων από την αρχαιότητα. Η φορολογική αρμοδιότητα του κοινού/πόλης ανάγεται στην αρχή του αλληλεγγύου και της συλλογικής –όχι ατομικής- ευθύνης των πολιτών έναντι του κέντρου».
Γιατί όμως το σύστημα αυτό ήταν πάρα πολύ καλό όμως; Διότι προστάτευε τον πολίτη του κοινού από την άμεση δεσποτική ή κυρίαρχη λογική του κέντρου, λέει ο Κοντογιώργης. «Η κεντρική εξουσία γνωρίζει το κοινό όχι τον πολίτη, ο οποίος είναι υπεύθυνος έναντι του κοινού στη λειτουργία του οποίου μετέχει δίκην δημοκρατίας. Πρέπει να πω επίσης ότι τόσο το κοινό όσο και η συλλογική του ευθύνη έναντι του κέντρου που η διαχείρισή της ανήκει στη δημοκρατική πολιτεία (στο πολιτικό και στο οικονομικό σύστημα) είναι θεσμοί όχι του οθωμανικού κράτους αλλά των ελληνιστικών χρόνων που έφερε μαζί του διαχρονικά ο ελληνισμός».
Το μεγαλύτερο ψεύδος
Συμπέρανα, λοιπόν, από αυτά που μου εξήγησε ο ίδιος, ότι μετά την απελευθερώση κάποιοι στην Ελλάδα δεν μας τα “λένε καλά”. Αυτούς, μάλιστα, ο Κοντογιώργης τους αποκαλεί “θεράποντες του απολυταρχικού κράτους και της μετέπειτα εκλόγιμης μοναρχίας”. Δεν μασάει το λόγια του: «Αυτοί διατείνονται ψευδώς ότι οι Έλληνες υιοθέτησαν το δυτικό κράτος διότι δεν διέθεταν δικό τους πρόταγμα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψεύδος. Αποκρύπτεται επιμελώς το γεγονός ότι στο εθνικό πρόταγμα των Ελλήνων της τουρκοκρατίας το κοινό/πόλη αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου πολιτικού προτάγματος που ανάγεται στο κράτος της κοσμόπολης».
Η κοσμόπολη είναι όντως το κράτος με το οποίο ο ελληνισμός έζησε στη διάρκεια της οικουμένης, του οποίου η πολιτεία συναρθρώνεται από τα κοινά και το μητροπολιτικό κέντρο σε μια οργανική ενότητα της οποίας μέτρο είναι η δημοκρατία. Με αυτό το πολιτικό πρόταγμα σχεδίαζαν οι Έλληνες της τουρκοκρατίας να διαδεχθούν την οθωμανική δεσποτεία.
«Ώστε η απέχθεια των θεραπόντων του νεοτερικού κρατικού απολυταρχικού μορφώματος και η προσπάθειά τους να απαξιώσουν τον ελληνισμό της τουρκοκρατίας υποκρύπτει την αγωνία τους να νομιμοποιηθεί στο μέσον ενός κόσμου που εγκαταβίωνε την οικουμενική, δημοκρατική και κοσμοπολιτειακή του θητεία. Η διαφορά του κράτους αυτού από το νεοτερικό κράτος καλύπτει μια πλήρη βιολογική διαδρομή: το νεοτερικό κράτος μόλις εισέρχεται στον ανθρωποκεντρισμό, ενώ ο ελληνικό κόσμος της τουρκοκρατίας βιώνει το τελικό μετακρατοκεντρικό στάδιο της οικουμένης» λέει ο καθηγητής.
Στην πολύ δυνατή φρέσκια έκδοση του βιβλίου του “Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος” (Εκδόσεις Ποιότητα) δίνεται όλο αυτό το δράμα που εξελίσσεται στον ελληνισμό από ιδρύσεως ελληνικού κράτους.
To 1821 ο ελληνισμός ηττήθηκε
Το σημείο το οποίο με εξέπληξε είναι η θέση του διανοούμενου πως οι Έλληνες σήμερα πρέπει να αποκτήσουμε συνείδηση ότι στην επανάσταση ο ελληνισμός ηττήθηκε κατά κράτος. Αυτό προκύπτει εάν σκεφθούμε σε τι στόχευε και πού κατέληξε η επανάσταση, όπως λέει. «Μέχρι τότε ο ελληνισμός διέθετε τον δικό του ζωτικό χώρο όπου εκινείτο στην ιστορία με θεμέλιο το ελληνικό/ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας. Γι’αυτό και στοχάζονταν με μέτρο την ανασύσταση του ομόλογου κράτους του, της δημοκρατικής/οικουμενικής κοσμόπολης και στόχευε στη διαδοχή στην οθωμανική αυτοκρατορία».
Η δεσποτεία, συμπεριλαμβανομένης και της δυτικής φεουδαρχίας, σταδιοδρομούσε πέραν του ελληνικού κοσμοσυστημικού χώρου. Η αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας σήμανε την εμφύτευση του απολυταρχικού κράτους στη μήτρα του ελληνικού κοσμοσυστήματος. Έκτοτε η σχέση ελλαδικού κράτους και ελληνικού κόσμου τέθηκε με όρους θανάσιμης αντιμαχίας. Και όντως έληξε με την αποδόμηση των θεμελίων του ιστορικού ελληνισμού, την εξαέρωση του μείζονος ελληνισμού και την απαξιωτική αντιμετώπισή του.
Αυτή η αντιμαχία διαρκεί μέχρι σήμερα, με τη διαφορά ότι τώρα πια αντιθέτει το κράτος της κομματοκρατίας με το πολιτισμικό υπόβαθρο της ελληνικής κοινωνίας, που κινητοποιεί τις αντιστάσεις της. Εάν δεν συνειδητοποιήσουμε το γεγονός αυτό δεν θα αντιληφθούμε την αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας και δεν θα πάψουμε να ενοχοποιούμε την κοινωνία που δεν προσαρμόζεται στα μέτρα που προπολιτικού πολιτικού πολιτισμού που διακινεί το κράτος της νεοτερικότητας. Το κράτος αυτό, η εκλόγιμη μοναρχία, εξακολουθεί να λειτουργεί με τη μορφή της κομματοκρατίας ως ξένο σώμα που κατατρώει τις σάρκες της ελληνικής κοινωνίας
Μοναδικό φαινόμενο παγκοσμίως
Ακούγοντας όλα αυτά όμως αναρωτιέμαι εάν υπάρχει παράδειγμα σε άλλο κράτος που η ακαδημαϊκή ελίτ να έχει καταφέρει τόσο αποτελεσματικά να διαμορφώσει ένα τέτοιο εθνο-αποδομητικό – “από-εθνικό” αφήγημα. Ο Κοντογιώργης λέει ξακάθαρα “όχι”! Ενώ όλοι οι λαοί αναζητούν τις ρίζες τους στο παρελθόν πολύ πριν από τη συγκρότησή τους σε εθνική οντότητα στην Ελλάδα οι ελίτ έχουν μια “εθνοκτονική συμπεριφορά”.
«Αυτή η συμπεριφορά αποτελεί ιδίωμα που συνέχεται με την ασυμβατότητα της δυτικής απολυταρχίας, που κλήθηκε να διακονήσει, με το ελληνικό ανθρωποκεντρικό κεκτημένο, που αποδίδει η φάση της οικουμένης. Στο μέτρο που εκφράζει το κράτος, δηλαδή το δόγμα της εκλόγιμης μοναρχίας και της αναγωγής του στη δυτική απολυταρχική συνέχεια είναι φυσικό να απεχθάνεται το κοσμοπολιτειακό κεκτημένο και τις δημοκρατικές του αναγωγές που ενσαρκώνει το γινόμενο του έθνους κοσμοσυστήματος».
Οι ελίτ αυτά για να τεκμηριώσουν τη δική τους εκδοχή της συνέχειας, που παρέλαβαν από τον γεννήτορά τους, τη δυτική απολυταρχία και τον εκεί εστεγασμένο πρώιμο ανθρωποκεντρικά διαφωτισμό, πρέπει να απαρνηθούν και μάλιστα να σκοτώσουν την ιστορικότητά τους. «Ως προς αυτό ακολουθούν κατά πόδας τον δυτικό τους γεννήτορα ο οποίος στην κορύφωση της δυτικής απολυταρχίας και την ανάδυση της αμφισβήτησής της τον 18ο αιώνα, θα πραγματοποιήσει δύο μεγάλες ρήξεις. Μια με την κλασική αρχαιότητα με τη μεθάρμοση των εννοιών και μια με την ορθοταξία της ανθρωποκεντρικής κοσμοϊστορίας».
Οι ίδιοι οι δυτικοί θα αποκρύψουν έτσι το αποτέλεσμα της αδυναμίας τους να παραλάβουν τη σκυτάλη του ελληνικού δρόμου προς τη νεοτερικότητα από το σημείο που ανέλαβαν την ηγεσία της μετάβασης, με αποτέλεσμα να απορρίψουν το ελληνικό ανθρωποκεντρικό κεκτημένο (τη δημοκρατία, την καθολική ελευθερία, την οικουμενική κοσμόπολη κλπ) και να επανεκκινήσουν την ανθρωποκεντρική τους διαδρομή από το σημείο της μηδενικής φεουδαλικής αφετηρίας.
Γιατί έχει σημασία
Άραγε που οδηγούν όλα αυτά; Στο γεγονός ότι οι σημερινές εξελίξεις απαιτούν «να προσέλθουμε σε μια επανάσταση στο πεδίο των εννοιών που καθορίζουν τα θεμέλια της ύπαρξής μας και να μην βαυκαλιζόμαστε με ψευδείς ονειρώξεις, ότι ζούμε σε εποχή δημοκρατίας, προκειμένου να ξορκίζουμε τις ολιγαρχικές μας βεβαιότητες». λέει ο καθηγητής. Το ζήτημα για τον ίδιο δεν είναι να επιστρέψουμε στο όποιο παρελθόν αλλά να αποκομίσουμε από αυτό το θεμελιώδες.
«Μια γνωσιολογία που θα μας επιτρέψει την αυτογνωσία, να συνειδητοποιήσουμε σε πιο στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης βρισκόμαστε, και θα μας ανοίξει ένα παράθυρο στο μέλλον με πρόσημο την πρόοδο, δηλαδή με θεμέλιο την ελευθερία πέραν του ατομικού, στο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό πεδίο. Και σε αυτό το σημείο ο ελληνικός κόσμος συμπεριλαμβανομένης της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής στο σύνολό του είναι μοναδικός. Είναι ο μόνος κόσμος που διδάσκει την πρόοδο κυρίως σε σχέση με την ούτως ή άλλως ξεπερασμένη και άκρως ανθρωποκεντρικά αρχαϊκή εποχή που ζούμε σήμερα».
Leave a Reply