Ξαφνικά το Προεδρικό μέγαρο στην Άγκυρα είχε περικυκλωθεί από στρατεύματα δίχως να υπάρχει τέτοια διαταγή. Στρατιώτες εισβάλλουν στο κτήριο πλησιάζοντας απειλητικά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Έντρομος εκείνος έβγαλε ένα περίστροφο και πριν προλάβει να το γυρίσει εναντίον του ένας αξιωματικός ταχύτερος τον αφόπλισε συλλαμβάνοντάς τον. Αρκετά χιλιόμετρα μακρύτερα ο Πρωθυπουργός της χώρας Αντνάν Μεντερές καταδιωκόταν στην εθνική οδό από αέρα και ξηρά ώσπου τελικά συνελήφθη εκείνος στην περιοχή της Κιουτάχειας. Το πρωινό της 27ης Μάιου του 1960 θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου στην Τουρκία. Έκτοτε κάθε δέκα χρόνια οι πόρτες των στρατώνων θα άνοιγαν για να βγουν οι στρατιωτικοί στους δρόμους και να συνετίσουν το σύστημα.
Στις 27 Ιουλίου του 1953 ένας απογοητευμένος άνδρας θα υπέβαλλε την παραίτησή του στην κυβέρνηση μετανιώνοντας πικρά που πίστεψε τους πολιτικούς του συνεργάτες πως άξιζε να πολιτευτεί. Ήταν ο υπουργός άμυνας της Τουρκίας και απόστρατος αξιωματικός Κιουρτμπέκ. Ο Πρωθυπουργός και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μόλις είχαν απορρίψει το μεγαλεπήβολο σχέδιό του, που αποτελούσε όμως και προεκλογική δέσμευση, για ριζικές μεταρρυθμίσεις στον στρατό που μεταξύ άλλων θα έδιναν ευκαιρίες ανέλιξης σε νέους και κατηρτισμένους αξιωματικούς. Ο πρωθυπουργός της χώρας Αντνάν Μεντερές δεν είχε χρόνο και διάθεση να ασχοληθεί με τους ένστολους.
Ο Μεντερές, ηγέτης του Δημοκρατικούς Κόμματος, ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός που προέκυψε από ελεύθερες εκλογές στην Τουρκία το 1950. Μέχρι τότε η χώρα του Κεμάλ Ατατούρκ δε γνώριζε τι σήμαινε πολυκομματισμός έχοντας ως μοναδικό κομματικό φορέα το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, το μοναδικό κόμμα-κράτος που διαφέντευε αυταρχικά όλη την εθνική ζωή της Τουρκίας για μια γενιά. Οι διάδοχοι του Ατατούρκ είχαν εξελιχτεί στη νέα ελίτ που κυβερνούσε τον εξαθλιωμένο τουρκικό λαό από τις πόλεις μέσω ενός πανίσχυρου στρατιωτικού και γραφειοκρατικού μηχανισμού. Όλα αυτά στο όνομα το έθνους. Ο Αντνάν Μεντερές, πλούσιος τσιφλικάς από το Αιδίνιο, κατάφερε εντυπωσιακά να πείσει το 53% του εκλογικού σώματος ότι ήταν διαφορετικός. Υποσχέθηκε πως αν εκλεγόταν θα άλλαζαν τα πάντα δίνοντας φωνή για πρώτη φορά στους μη προνομιούχους της επαρχίας.
Φαινομενικά ο Μεντερές δεν τα πήγε άσχημα. Στο εξωτερικό εξασφάλισε την αμυντική ομπρέλα του ΝΑΤΟ, την επιδέξια διείσδυση στο Κυπριακό μέσω των συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου(1958-1959), και φυσικά έναν πακτωλό χρημάτων μέσω σχεδίου Μάρσαλ και δόγματος Τρούμαν. Στο εσωτερικό υπερτετραπλασίασε το οδικό δίκτυο επιτρέποντας έτσι σε εκατομμύρια εξαθλιωμένους αγρότες να συγκεντρωθούν στις πόλεις και να ζήσουν σε τενεκεδουπόλεις. Στην αγροτιά αύξησε την καλλιεργήσιμη γη από 145 εκ. στρ. στα 232 μέσα σε δέκα χρόνια ενώ ο αριθμός των τρακτέρ εκτοξεύτηκε από τα 1.750 στα 44.144. Ο Μεντερές είχε υποσχεθεί μέχρι το 2000 να φέρει την Τουρκία στα ευρωπαϊκά επίπεδα.
Όλα αυτά φαίνονταν εντυπωσιακά. Αλλά πόσο ουσιαστικά ήταν; Η Τουρκία είχε γίνει μια εξαρτημένη χώρα. Οι αγρότες που αναγκάστηκαν να μεταφερθούν στις πόλεις και να ζήσουν στις τενεκεδουπόλεις εκτοπίστηκαν από την αγορά εργασίας στις περιοχές τους λόγω και της αθρόας εισαγωγής χιλιάδων τρακτέρ και θεριστικών μηχανών. Από την τεράστια πίτα δανείων που χορήγησαν οι τράπεζες το 85% καρπώθηκαν οι μεγαλοτσιφλικάδες καθότι μόνο εκείνη διέθεταν γη για υποθήκη. Παρόλα αυτά οι ρυθμίσεις Μεντερές χάρισαν λίγη χαρά στον τουρκικό λαό που είχαν λησμονήσει οι «πατριώτες» κεμαλιστές της Άγκυρας.
Ο Μεντερές εφάρμοσε ένα μίγμα νεοφιλελεύθερης πολιτικής, πελατειασμού και αποσπασματικών κρατικών επενδύσεων. Οι αγρότες πράγματι αύξησαν το εισόδημά τους με πρώτους τους μεγαλοκτηματίες. Τα κέρδη αυξάνονταν γρηγορότερα από τους μισθούς. Η πολιτική των χαμηλότοκων αγροτικών πιστώσεων και στήριξης των αγροτικών τιμών από το κράτος δημιούργησε πληθωρισμό υπερβολικής ζήτησης που η εγχώρια παραγωγή προϊόντων δεν μπορούσε να καλύψει. Έτσι οι τιμές των προϊόντων ανέβαιναν διαρκώς και σε τέτοιες στιγμές εκείνοι που την πληρώνουν είναι οι μισθωτοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι και φυσικά οι στρατιωτικοί διότι απλούστατα ο μισθός τους παρέμενε σταθερός. Πολλοί νεώτεροι αξιωματικοί για να μπορέσουν να συμπληρώσουν εισόδημα κάνανε παράλληλα επαγγέλματα, όπως του σωφέρ. Στα κέντρα διασκέδασης οι αξιωματικοί απέκτησαν το παρατσούκλι «λεμονάκιδες» διότι αδυνατούσαν να αγοράσουν ακριβότερα ποτά. Υποτίθεται ότι η νεώτερη γενιά των στρατιωτικών επέλεξε το στρατιωτικό επάγγελμα για να ξεφύγει από τη μιζέρια της εξαθλιωμένης αγροτικής επαρχίας και να ξεφύγει από τα συμπλέγματα. Σπουδάσανε σε στρατιωτικές ακαδημίες στο εσωτερικό και εξωτερικό ενώ μέσω του ΝΑΤΟ παρακολούθησαν για πρώτη φορά νέες μεθόδους μάχης και τις τεχνολογικές εξελίξεις. Οι κατώτεροι αξιωματικοί είχαν μπολιαστεί από σύμπλεγμα κατωτερότητας σε σχέση με τους συναδέλφους τους στο ΝΑΤΟ και παράλληλα από σύμπλεγμα ανωτερότητας απέναντι στους απαρχαιωμένους στρατηγούς τους που είχαν μείνει στη δεκαετία του 20’. Ήταν καιρός πια γι αυτούς να ανταμειφτούν για αυτές τους τις προσπάθειες μέσω ευκολότερης ανέλιξης στη στρατιωτική επετηρίδα και περισσότερα χρήματα. Αντ΄ αυτού όμως βλέπανε το κύρος του στρατιωτικού επαγγέλματος να τσαλακώνεται από τους επαναπαυμένους γηραιούς στρατηγούς που δεν διέθεταν τη δική τους κατάρτιση και οι οποίοι συμμάχησαν με τον μισητό Μεντερές πετώντας τα γαλόνια και βάζοντας τη γραβάτα του πολιτευόμενου με το Δημοκρατικό Κόμμα. Ο Τούρκος πρωθυπουργός θα πλήρωνε πολύ ακριβά το τσαλάκωμα των μεταρρυθμίσεων που εισηγήθηκε ο Κιουτρμπέκ.
Η δημοτικότητα του Μεντερές ανέβαινε εντυπωσιακά. Στις εκλογές του 1954 οι Δημοκρατικοί απέσπασαν το 58,4% ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι καθηλώθηκαν στο 35,1%. Ωστόσο η επερχόμενη οικονομική κρίση θα δημιουργούσε έναν κύκλο προβλημάτων που ο Μεντερές τα διαχειρίστηκε αδέξια.
Ενώ οι Δημοκρατικοί είχαν στόχο να απογειώσουν την οικονομία εντυπωσιακά και γρήγορα ο τρόπος που χρησιμοποιούσαν τις επιχορηγήσεις τους, τις χαμηλότοκες πιστώσεις και τις επενδύσεις ήταν συχνά κοντόφθαλμος στοχεύοντας περισσότερο στο εφήμερο υψηλό επίπεδο ανάπτυξης και όχι τόσο στην μακροπρόθεσμη αναβάθμιση της παραγωγικής ικανότητα της Τουρκίας. Κατά κάποιο τρόπο υπήρχε σύγχυση ανάπτυξης και μεγέθυνσης της οικονομίας, η χάραξη της οποίας υπαγορευόταν σε μεγάλο βαθμό από τις απλοϊκές απαιτήσεις των αγροτών υποστηρικτών του ΔΚ. Η φορολόγηση των εύπορων αγροτών ήταν δυσανάλογα μικρή για τις φοροδοτικές τους δυνατότητες καταβάλλοντας μόνο το 2% του συνολικού φόρου εισοδήματος. Υπέρμαχος τη οικονομίας της αγοράς και των ιδιωτικοποιήσεων ο Μεντερές απεχθανόταν οποιαδήποτε σκέψη θύμιζε οικονομικό σχεδιασμό καθώς του θύμιζε τις αρνητικές όψεις του κρατισμού ακόμα και τον ίδιο τον κομμουνισμό. Έτσι μέχρι το 1958 οι επενδύσεις δεν ήταν συντονισμένες ενώ όσες πραγματοποιούνταν οφείλονταν συχνά σε πελατειακά κίνητρα που είχαν ως συνέπεια εργοστάσια να κατασκευάζονται σε οικονομικά ασύμφορες θέσεις και να αφορούν ακατάλληλους τομείς. Για παράδειγμα ενώ παρατηρήθηκε εντυπωσιακή παραγωγή ζάχαρης στη συνέχεια το προϊόν εξαγόταν σε τιμές κάτω του κόστους.
Οι άστοχες οικονομικές επιλογές των Δημοκρατικών και ο συνακόλουθος πληθωρισμός προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια των ακαδημαϊκών, των γραφειοκρατών, των μισθωτών και φυσικά των στρατιωτικών. Μόνο οι αγρότες φάνηκε να μην επηρεάζονται, διατηρώντας πάντα μια θετική εικόνα για τον πρωθυπουργό τους. Και αυτό ακριβώς η παραδοσιακή κεμαλική ολιγαρχία δεν μπορούσε να το συγχωρήσει με τίποτα. Όπως έλεγε και ένας στρατηγός της εποχής «δεν θα άφηνε την τύχη του έθνους στους αναλφάβητους-μέσω των εκλογών».
Ο Μεντερές όμως έπασχε από μια παραδοσιακή πολιτική ασθένεια της χώρας του. Δεν του άρεσε η κριτική και η οποία εντεινόταν όλο και περισσότερο λόγω της οικονομικής επιδείνωσης. Το 1954 χιλιάδες «ενοχλητικοί» προς το καθεστώς δημόσιοι υπάλληλοι, ακαδημαϊκοί και δικαστές, συνταξιοδοτήθηκαν πρόωρα. Το 1955 ο Μεντερές απέτρεψε την προσπάθεια δημοσιογράφων, που δικάζονταν για παραβίαση του Νόμου περί Τύπου, να αποδείξουν την ορθότητα των δημοσιευμάτων τους στο δικαστήριο. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην διάσπαση του Δημοκρατικού Κόμματος και στην αποσκίρτηση μελών του -δημιουργώντας το Κόμμα της Ελευθερίας- που αποδοκίμαζαν την αυταρχική διακυβέρνηση του ηγέτη τους. Το 1956 τέθηκε σε εφαρμογή ο Νόμος περί Εθνικής Άμυνας ενώ ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο ο κυβερνητικός έλεγχος στα ΜΜΕ με την τροποποίηση του νόμου περί Τύπου. Η μείωση των κοινοβουλευτικών δικαιωμάτων της αντιπολίτευσης και η κατάσχεση των γραφείων του ΡΛΚ, η απαγόρευση συναθροίσεων και η γενικότερη αστυνομοκρατία θύμιζαν κατά πολύ την προ του 1950 αυταρχική τουρκική πολιτική ενώ αποξένωσαν τους φοιτητές και τη μεσαία τάξη οι οποίοι προσωρινά έστω συμμάχησαν με τον στρατό. Ο Μεντερές «φρόντισε» να δυσαρεστήσει και τους δυτικούς συμμάχους πραγματοποιώντας ένα άνευ προηγουμένου ταξίδι στη Μόσχα μετά από πρόσκληση του Νικίτα Χρουτσώφ το 1960. Ο Μεντερές αποσκοπούσε να λάβει οικονομική βοήθεια που δεν του χορήγησαν οι ΗΠΑ έστω και από την ΕΣΣΔ καθώς το εξωτερικό χρέος της μέχρι το 1960 είχε εκτοξευτεί στο αστρονομικό ποσό του 1.139 δις. δολαρίων. Οι αναφορές της CIA προς τον Αϊζενχάουερ ήταν ξεκάθαρες: “Οι μέρες του Μεντερές είναι μετρημένες”.
Παρά την υπέρ των Δημοκρατικών καλπονοθεία στις πρόωρες εκλογές του 1957 και την στήριξη από τον αγροτικό πληθυσμό το εκλογικό ποσοστό του Δημοκρατικού κόμματος υποχώρησε στο 47,7% δείχνοντας την καμπή των Δημοκρατικών. Η οικονομική βοήθεια ύψους 359 εκ. δολαρίων από το ΔΝΤ για την σταθεροποίηση της οικονομίας δεν μπόρεσε να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα. Η δραματική μείωση των εδρών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος αλλά και οι κυβερνητικές αυθαιρεσίες και δολοφονίες μελών του κόμματος του Ατατούρκ δημιούργησαν πολωτικό κλίμα άνευ προηγουμένου.
Τον Απρίλιο του 1960 ο Μεντερές τράβηξε πολύ το σχοινί. Έδωσε εντολή για σύσταση μιας 15μελούς ανακριτικής επιτροπής που θα ήλεγχε τις ύποπτες δραστηριότητες της αντιπολίτευσης, του Τύπου και φυσικά τυχόν περιστατικά απείθειας του στρατού. Όποιος παρεμπόδιζε το έργο της επιτροπής θα φυλακιζόταν για 3 χρόνια. Αυτόματα είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι μια τέτοια ενέργεια στόχευσε στην απαγόρευση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Φοιτητές, στρατιωτικοί σπουδαστές, νέοι αξιωματικοί και διανοούμενοι ενώθηκαν να προστατεύσουν τις αρχές του κεμαλισμού και φυσικά τα κλαδικά τους συμφέροντα. Στις 28 Απριλίου ο Μεντερές κήρυξε στρατιωτικό νόμο στραγγαλίζοντας συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας εν τη γενέσει τους. Στις 25 Μαΐου ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι η επιτροπή είχε τελειώσει τις εργασίες της και τα αποτελέσματα τους σύντομα θα γνωστοποιούνταν αποκαλύπτοντας έτσι τις δρομολογούμενες ανατρεπτικές δραστηριότητες του στρατού. Το μεγάλο στοίχημα του Μεντερές ήταν να προλάβει να εξομαλύνει την πολιτική κατάσταση πριν επέμβουν οι ένστολοι. Παρόλα αυτά ο πιστός στην κυβέρνηση στρατηγός Namik Arguc ζήτησε καλού κακού να μεταφερθεί μια τεθωρακισμένη μονάδα στην Άγκυρα για να αποθαρρυνθεί τυχόν πραξικόπημα. Ο Μεντερές αρνήθηκε. Προτιμούσε να παρακάμπτει τα προβλήματα παρά να τα αντιμετωπίζει. Το τέλος είχε έρθει.
Το πόρισμα της επιτροπής που υποτίθεται θα ξεσκέπαζε τους στρατιωτικούς δεν θα έλεγε κάτι καινούργιο. Η κυβέρνηση των Δημοκρατικών γνώριζε ήδη από το 1957 πως κατώτεροι στρατιωτικοί κινητοποιούνταν υπόπτως αλλά ήταν ανήμπορη να κινηθεί αποφασιστικά εναντίον τους. Οι τελευταίοι άρχισαν μεθοδικά να στελεχώνουν θέσεις κλειδιά όπως ήταν η φρουρά στην Άγκυρα υπό το θετικό βλέμμα των Αμερικανών. Εξάλλου οι αξιωματικοί αυτοί ήταν ταγμένοι στη Δύση και το ΝΑΤΟ ενώ ο Μεντερές είχε παρεκκλίνει ενώ και το χρέους της κυβέρνησής του διογκωνόταν. Ταξίαρχοι, Υποστράτηγοι και Στρατηγοί δεν υπήρχαν ανάμεσα στους οργανωτές. Ωστόσο οι πραξικοπηματίες αντιλαμβάνονταν πως χρειάζονταν οπωσδήποτε ελάχιστους έστω ανώτατους αξιωματικούς που θα έδιναν την τελική νομιμοποίηση και το κύρος μιας ανατρεπτικής κίνησης. Έτσι ξεκίνησε μια πραγματικά δύσκολη αναζήτηση ενός ηγέτη.
Ο αρχηγός Α/ΓΕΣ ενώ δέχτηκε την πρόταση ατυχώς για τους συνωμότες πέθανε μετά από καρδιακό επεισόδιο το καλοκαίρι του 1958. Επόμενη επιλογή ήταν ο διάδοχός του αποθανόντος ο κατά γενική ομολογία σεβαστός στρατηγός Κεμάλ Γκιουρσέλ. Ο Γκιουρσέλ δέχτηκε να ηγηθεί του κινήματος φροντίζοντας μάλιστα να γίνουν οι μεταθέσεις κλειδιά ώστε για την επιτυχία της επιχείρησης. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ίσως δεν γνώριζε ότι η Προεδρική Φρουρά ελεγχόταν ήδη από τους πραξικοπηματίες μετά από παρέμβαση Γκιουρσέλ. Έστω όμως, την τελευταία στιγμή έφτασαν ψύλλοι στα αυτιά της κυβέρνησης και ο Γκιουρσέλ απομακρύνθηκε άμεσα κινδυνεύοντας έτσι οι πραξικοπηματίες να αποτύχουν. Έπρεπε να βρεθούν άμεσα αντικαταστάτες. Ο στρατηγός Sitki Ulay απορρίφθηκε καθώς θεωρήθηκε άνθρωπος του καθεστώτος. Οι στρατηγοί Fahri Ozbilek και Cevdet Sunay αρνήθηκαν να βοηθήσουν ωστόσο κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Ήταν και αυτό βοήθεια ανεκτίμητη. Ο πρώην Α/ΓΕΣ στρατηγός Rüştü Erdelhun απάντησε ότι ήταν απλά ένας στρατιώτης που δεν θα εμπλεκόταν ποτέ στα πολιτικά. Μετά το πραξικόπημα θα πλήρωνε ακριβά την άρνηση του. Η επιχείρηση θα τιναζόταν στον αέρα.
Ο Mandanoglu δίστασε αποκρινόμενος ότι «έχω τα αρχίδια αλλά όχι το μυαλό» για μια τέτοια επιχείρηση. Η απάντηση των πραξικοπηματιών δεν άφηνε περιθώρια «μην ανησυχείς, εμείς έχουμε και τα δύο». Τελικά ο ειλικρινής πλην απολογητικός στρατηγός δέχτηκε. Τα πάντα ήταν έτοιμα. Μπορεί οι περισσότεροι στρατηγοί να αρνήθηκαν να συμμετάσχουν αλλά ωστόσο κανείς δεν ενημέρωσε την κυβέρνηση για το τι διαδραματιζόταν. Είναι ενδεικτικό ότι οι μετρημένοι στα δάχτυλα το ενός χεριού στρατηγοί που συντάχτηκαν με τους ανατροπείς πήραν ουσιαστικά μέρος σε επιχειρησιακό επίπεδο μόλις ένα μήνα πριν εκδηλωθεί. Η στρατιωτική ιεραρχία στον τουρκικό στρατό είχε διαταραχτεί επικίνδυνα με πρώην αρχηγούς ΓΕΣ να εκτελούν διαταγές λοχαγών.
Όλοι οι υπουργοί και τα κεφάλια του Δημοκρατικού Κόμματος συνελήφθηκαν. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και στενός συνεργάτης του Μεντερές, Τζελάλ Μπαγιάρ, στην προσπάθειά του να αντισταθεί αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Ο Μεντερές τη στιγμή του πραξικοπήματος βρισκόταν σε επίσημη επίσκεψη στο Εσκί Σεχίρ και αμέσως αναχώρησε με την συνοδεία του για την Κιουτάχεια με πρόθεση να αντισταθεί. Ωστόσο ο στρατός τον καταδίωξε στην εθνική οδό, από αέρος και εδάφους, και στις 20.00, περικυκλωμένος όπως ήταν στο γραφείο του τοπικού κυβερνήτη, αναγκάστηκε να παραδοθεί. Όλοι οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στη στρατιωτική Ακαδημία και ύστερα από λίγες μέρες στο νησί Yassıada. Εκεί θα γραφόταν ο τραγικός επίλογος μιας εποχής. Ο Μεντερές είχε μετατραπεί σε ψυχολογικό ράκος χωρίς να μπορεί για πέντε μήνες να δει ούτε έναν δικό του άνθρωπο πέραν των δεσμοφυλάκων που άλλαζαν βάρδια. «Ήταν αφόρητο» παραπονιότανε.
Στις 2 Δεκεμβρίου άρχισαν οι δίκες στο -στενά φρουρούμενο- παλάτι Τοπ Καπί στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Οι πραξικοπηματίες πραγματοποίησαν για τις ανάγκες της δίκης δύο σημαντικές δικονομικές παρεμβάσεις: απαγόρευση επιβολής θανατικής ποινής σε άτομα άνω των 65 ετών και ο αμετάκλητος χαρακτήρας των ετυμηγοριών. Ο πρόεδρος Σαλίμ Μπασόλ θα προήδρευε ενός αμφιβόλου νομιμότητας και αντικειμενικότητας- 9μελούς δικαστηρίου έχοντας απέναντί του 400 υπόπτους και 60 κατηγορούμενους, συμπεριλαμβανομένων των Μεντερές και Μπαγιάρ, του Προέδρου της Βουλής Refik Koraltan, του υπ. Εξ. Φατίν Ρουστού Ζορλού, του υπ. Οικονομικών Χασάν Polatkan, του Kemal Aygün και του Ethem Yetkiner. Η πρόκληση των περιστατικών στο Τοπ Καπί με τον Ινονού, τα επεισόδια της Άγκυρας, το πογκρόμ του Σεπτέμβρη του 1955 που ομολογουμένως έβλαψε σημαντικά την διεθνή εικόνα της χώρας, όλα βάρυναν πολύ το κατηγορητήριο. Η βασική κατηγορία όμως ήταν ότι μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος και συνεπώς η κυβέρνηση σχεδίασαν την δολοφονία του Ισμέτ Ινονού το 1959. Ωστόσο το κατηγορητήριο ήταν ακόμα εμπλουτισμένο και με 9 υποθέσεις διαφθοράς και 3 σοβαρών αδικημάτων. Στις τελευταίες συγκαταλέγονταν ότι ο Μεντερές σκότωσε το νόθο παιδί του και ότι ο Μπαγιάρ πίεσε έναν ζωολογικό κήπο να αγοράσει έναν σκύλο που του είχαν δώσει. Αυτές οι προσπάθειες ηθικής σπίλωσης των κατηγορούμενων ήταν το επιστέγασμα στις 7 απαγγελθείσες κατηγορίες για παραβίαση του Συντάγματος. Αυτές βασίστηκαν στο άρθρο 146 που απαγόρευε τη φίμωση της βουλής κατά την προσπάθεια συνταγματικής αλλαγής. Η εξεταστική επιτροπή του 1960 θεωρήθηκε ως τέτοια αλλά στην πραγματικότητα οι κυβερνητικοί βουλευτές, όπως και όλοι οι βουλευτές, δεν ήταν υπόλογοι για την ψήφο τους ενώ η πρόταση για εξεταστική πέρασε νόμιμα από τα 2/3 της βουλής. Παρόλα αυτά ο Μεντερές βαρυνόταν με την κατηγορία ότι είχε δημιουργήσει μια δικτατορία. Κατά την ακροαματική διαδικασία ήταν παροιμιώδεις οι ταπεινωτικές διακοπές του δικαστή Μπασόλ στις ψύχραιμες προσπάθειες του τέως πρωθυπουργού να απολογηθεί στις πολλαπλές κατηγορίες. Το τέλος ήταν προδικασμένο.
Τελικά 123 άτομα απαλλάχτηκαν, 31 καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη και 418 σε μικρότερες ποινές ενώ καταδικάστηκαν σε θάνατο 15 άτομα εκ των οποίων οι 11 αμνηστεύθηκαν ενώ ένας, ο τέως Πρόεδρος Μπαγιάρ, γλίτωσε την αγχόνη λόγω ηλικίας και του επέβαλλαν 26 χρόνια κάθειρξη. Οι Μεντερές, Πολατκάν και Ζορλού απαγχονίστηκαν όλοι μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου του 1961 παρά τις εκκλήσεις για συγχώρεση προς τους δικαστές από τον αρχηγό της χούντας Γκιουρσέλ αλλά και άλλους ηγέτες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου Αμερικανού Προέδρου Κένεντι και της Βασίλισσας του Ηνωμένου Βασιλείου Ελισάβετ ΙΙ του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η κληρονομιά του πραξικοπήματος το 1960
Πράγματι το Δημοκρατικό Κόμμα έδειχνε αρχικά να προχωράει σε ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της χώρας αλλά σύντομα ξέχασε τις αφετηριακές και προεκλογικές της υποσχέσεις υιοθετώντας πρακτικές των αντιπάλων της για να τσακίσει κάθε αντιπολιτευτική φωνή. Η οικονομική φιλελευθεροποίηση που επεδίωξε ο Μεντερές όχι μόνο δεν δημιούργησε έναν υγιή ιδιωτικό τομέα αλλά στο τέλος της δεκαετίας του 1950 ο χώρα μαστιζόταν από εξωτερικό χρέος, πληθωρισμό και η έλλειψη βασικών αγαθών. Για να αντιμετωπίσει την εύλογη λαϊκή και κλαδική δυσαρέσκεια το ΔΚ επέλεξε να υιοθετήσει αυταρχικά μέσα επαναφέροντας την τουρκική πολιτική στην προ του 1950 κατάσταση όπως ακριβώς συνέβαινε με το ΡΛΚ. Η περίοδος Μεντερές ήταν ουσιαστικά μια μάχη μεταξύ των ελίτ της Τουρκίας με θύματα πάντα τον λαό.
Ο στρατός μετά το πραξικόπημα ανέλαβε να βάλει μια νομοθετική και εκτελεστική τάξη στα πράγματα μέσω της Επιτροπής Εθνικής Ενότητας που απαρτιζόταν από 38 αξιωματικούς. Ευτυχώς για την δημοκρατία στις τάξεις των πραξικοπηματιών υπήρχαν τόσες διαφορές λόγω διαφωνιών που οι Ένοπλες Δυνάμεις γρήγορα παρέδωσαν την εξουσία στους πολιτικούς αναχαιτίζοντας και απομονώνοντας τα ακραία στοιχεία. Στους κόλπους των κινηματιών υπήρχαν οι μετριοπαθείς που επιθυμούσαν στεγανοποίηση στρατού και πολιτικής και απόσυρση του στρατού και οι ακραίοι που απαιτούσαν την ολική στρατιωτική παρουσία στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Τελικά υπερίσχυσαν οι πιο μετριοπαθείς και έτσι προέκυψε το μεγαλύτερο επίτευγμα της πραξικοπήματος: το Σύνταγμα του 1961. Αν και το Σύνταγμα αυτό είχε πρότυπα το ιταλικό σύνταγμα του 1937 και το γερμανικό του 1949 ωστόσο αποτέλεσε το πιο φιλελεύθερο στην Τουρκία. Καθορίζονταν οι ελευθερίες του ατόμου και η προστασία της ιδιωτικής ζωής αναχαιτίζοντας οποιαδήποτε κρατική παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων χωρίς τη νόμιμη δικαστική οδό. Οι Τούρκοι θα είχαν πλέον πρόσβαση στην εργασία, ασφάλιση, στην εκπαίδευση και δικαίωμα στην ανάπαυση. Με τα άρθρα 48-53 κατοχυρωνόταν η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Τούρκων. Για πρώτη φορά θεσμοθετούνταν πραγματικές πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες δίνοντας ευκαιρία στην τουρκική κοινωνία να συμμετέχει πιο ενεργά στα πολιτικά πράγματα αποκτώντας μάλιστα και ταξική συνείδηση. Και εκεί ξεκίνησαν τα προβλήματα. Το αυταρχικό πολιτικό σύστημα δεν μπορούσε να αφομοιώσει αυτή την μαζική συμμετοχή του κόσμου στην εθνική ζωή: διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, επαφές με γραφειοκράτες για ανάδειξη κοινωνικών αιτημάτων, επέκταση των ΜΜΕ ακόμα και επιθέσεις σε πολιτικούς. Το στρατιωτικό και γραφειοκρατικό κατεστημένο της Τουρκίας τρομοκρατήθηκε από αυτές τις αλλαγές στην τουρκική κοινωνία. Το πολιτικό μέλλον της χώρας ήταν προδιαγεγραμμένο. Από το 1960 η παρέμβαση του Στρατού περιέλαβε θεσμικό χαρακτήρα μέσω του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και έκτοτε θα αποτελούσε μόνιμο ενδεχόμενο για να σώσει το κράτος από τους πολιτικούς αλλά και τους πολίτες του. Έκτοτε κάθε 10-15 χρόνια θα παρενέβαινε ο στρατός για να χορηγήσει της απαραίτητες ενέσεις σε ένα ταραγμένο σύστημα που δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει τις αλλαγές του 1960-61 ακόμα και μέχρι σήμερα. Ίσως η διαχείριση των πλεονεκτημάτων και αναμφίβολα αδυναμιών της δημοκρατίας είναι μια δύσκολη υπόθεση για ένα έθνος με στρατιωτικό αυτοκρατορικό παρελθόν.
- AbdullahKilic, NewlydiscovereddocumentsrevealtruthaboutYassıada, εφημερίδα Today’s Zaman, 30 Μαίου 2010.
- Andrew Finkel and Nüket Sirman, Turkish State, Turkish Society, Routledge, 1990.
- BernardLewis, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τα στάδια της ανάδυσης, τ. 1, εκ. Παπαζήση, Αθήνα 2001
- Burt A. Vanderclute, Democracy by Coup: The Turkish government under military control(1980-1983), Rutgers University, 1971.
- ErikJanZürcher, Σύγχρονη Ιστορία της Τουρκίας, εκ. Αλεξάνδρεια, 2004.
- Feroz Ahmad, The making of Modern Turkey, Rutledge, 1993.
- Feroz Ahmad, The Turkish Experiment in Democracy 1950-1975, C. Hurst & Company, London 1977.
- Harputlu, Kamuran Bekir, Η Τουρκία σε αδιέξοδο. Μια μαρξιστική ανάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι σήμερα, εκ. Ορόσημο.
- Nıyazı Kızıl Yürek, Κεμαλισμός, η γένεση και η εξέλιξη της επίσημης ιδεολογίας της σύγχρονης Τουρκίας, εκ. Μεσόγειος, Αθήνα 2006.
- John E. Dwan, The Anatomy of Disengagement, Military Review N.2, US Army, 1962.
- Θάνος Βερέμης (επιμ.), Η Τουρκία σήμερα, ΕΛΙΑΜΕΠ, εκ. Παπαζήση, Αθήνα 1995.
- Τουρκική Δημοκρατική Αντίσταση (συλ.), Φάκελος Τουρκία. Το πείραμα της Κοινοβουλευτικής Δικτατορίας, Πλειάς, 1974.
- Πηνελόπη Φουντεδάκη, To Τουρκικό πολίτευμα. Το χωλό δημοκρατικό πρότυπο και οι θεσπισμένες παρεκκλίσεις του, εκ. Σάκκουλα, Κομμοτηνή 2002.
- Γεράσιμος Καραμπελιάς, Ο ρόλος των Ενόπλων Δυνάμεων στην Πολιτική Ζωή της Τουρκίας και της Ελλάδας ανάλυση των μεταπολεμικών στρατιωτικών επεμβάσεων, 1945-1980, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009.
- Λεωνίδας Σ. Μπλαβέρης, Τουρκία: Ο επιδέξιος σχοινοβάτης στη διπλωματία, περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τ. 26, εκ. Περισκόπιο, Οκτ. 1998.
- Θανάσης Διαμαντόπουλος, Το κομματικό φαινόμενο. Μορφές, συστήματα και οικογένειες κομμάτων, εκ Παπαζήση, Αθήνα 1993.
Leave a Reply