Λίγα χρόνια πριν δει φτωχούς και πρίγκιπες η ΕΕ να πεθαίνουν από τον Covid-19, χτύπησε την πόρτα των Βρυξελλών μια ομάδα επιστημόνων. Ανάμεσά τους ήταν ο Γάλλος ερευνητής στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής και Λειτουργίας Βιολογικών Μακρομορίων στη Μασσαλία Bruno Canard. Σε συνέντευξή του –δημοσιευμένη στο Γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών– ο καθηγητής αποκάλυψε ότι ζήτησαν δύο φορές χρηματοδότηση για να μελετηθούν εννέα οικογένειες αναδυόμενων ιών.
Ένας εξ αυτών προκάλεσε την επιδημία του… κορονοϊού. Αυτό συνέβη το 2015. Έξι χρόνια μετά, στις 30 Ιανουαρίου 2020, η “προετοιμασμένη” Κομισιόν έβγαλε άρον-άρον προκήρυξη προσφέροντας 10 εκατ. ευρώ σε όποιον υποβάλει μέσα σε 12 ημέρες (!) πρόταση για έρευνα για την αντιμετώπιση του ιού! Με προκηρύξεις fast-track χειρότερες και από φωτογραφικές στην Ελλάδα, οι Βρυξέλλες δείχνουν πανικοβλημένες. Η ΕΕ είχε προειδοποιηθεί, αλλά…
Τον Ιανουάριο του 2020, όταν δηλαδή ο ιός ακουμπούσε τον “ευρωπαϊκό τρόπο ζωής” του Σασσόλι, η Βουλγάρα Επίτροπος για έρευνα και την ανάπτυξη στην ΕΕ, Μαρίγια Γκαμπριέλ, δήλωσε «περήφανη» για την πρόοδο που σημείωσε η ΕΕ τα τελευταία χρόνια, στην ετοιμότητα των κέντρων υπερυπολογιστών που θα βοηθήσουν τους ερευνητές να βρουν θεραπεία και εμβόλια.
«Είμαστε πολύ δραστήριοι προετοιμάζοντας τον εαυτό μας και κάνοντας κλινικές μελέτες για να δούμε ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος θεραπείας» είπε στις 24 Ιανουαρίου ο Herman Gossens, άνθρωπος-κλειδί στη διαχείριση της κρίσης του κορονοϊού στην ΕΕ. Λίγο μετά, στις 29 Ιανουαρίου, η ισχυρά κυρία στην Υγεία της ΕΕ, η Κυριακίδη, διαβεβαίωσε ότι στην Κομισιόν, «δουλεύαμε εβδομάδες πριν για να υποστηρίξουμε, να ανταποκριθούμε και να βοηθήσουμε στη γρήγορη κάλυψη αναγκών». Κοντολογίς η Κομισιόν είπε ότι «κάνει αυτό που πρέπει». Το κάνει;
Πόσα επένδυσε η ΕΕ για την έρευνα
Αν και τη 12ετία 2006-2017, η ΕΕ βρισκόταν ουραγός παγκοσμίως στη δαπάνη αναλογικά του ΑΕΠ της για έρευνα και ανάπτυξη, ωστόσο το 2017, δαπάνησε σχεδόν 320 δισεκατομμύρια ευρώ, που σημαίνει 2,06% του ΑΕΠ, αυξημένο συγκριτικά με το 2,03% του 2016 και του 2007 (1,77%). Δεν το λες μικρό νούμερο.
Εάν η ΕΕ επένδυσε σωστά τόσα χρήματα, τότε γιατί αντιμετωπίζουμε σήμερα τη χειρότερη υγειονομική κρίση, ενώ η “δικτατορική” Κίνα που δεν αντιλαμβάνεται τον “ευρωπαϊκό τρόπο ζωής” μάς έβαλε τα γυαλιά; Γιατί η Μαρίγια Γκαμπριέλ δηλώνει «περήφανη» μόνο για τους υπερυπολογιστές και η Κομισιόν ζητάει κατάθεση προτάσεων εντός ολίγων ημερών ενώ κανονικά χρειάζονται μήνες;
Ας δούμε ποιοι είναι αυτοί που στηρίζουν την έρευνα στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της υγείας. Το παρακάτω διάγραμμα είναι αποκαλυπτικό. Οι δημόσιες επενδύσεις είναι ελάχιστες συγκριτικά με τον ιδιωτικό τομέα.
Προφανώς, δεν είναι απαραίτητα κακό να χρηματοδοτήσει μια εταιρεία την έρευνα για ένα φάρμακο. Ωστόσο, οι μεγάλες φαρμακευτικές, μεταξύ άλλων, πιθανώς να θέλουν να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της έρευνας (ευρεσιτεχνία) και φυσικά ότι θα υπάρχουν πελάτες, δηλαδή άρρωστοι, για να πουλήσουν. Ένας δημόσιος φορέας όμως οφείλει να υπηρετεί τη δημόσια υγεία ξεκομμένος από όποια κερδοσκοπική λογική. Όταν λοιπόν στην ΕΕ τα λεφτά τα βάζουν οι εταιρείες -όχι μόνο στην υγεία, αλλά γενικότερα-, η στρατηγική επιλογή των ερευνών (συν;)διαμορφώνεται από τις εταιρείες που συνάπτουν συμφωνίες με τους γραφειοκράτες που δημοσίως διατυμπανίζουν «αλληλεγγύη».
Επιστήμονες προειδοποιούσαν την ΕΕ
Υποτίθεται ότι τα προηγούμενα χρόνια, στην Κομισιόν δημιούργησαν προγράμματα για να ψάξουν κάπως παραπάνω τον κορονοϊό, καθώς η ανθρωπότητα χτυπήθηκε από δύο κορονοϊούς τον SARS το 2003 και τον MERS το 2012. To 2015, o Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είχε χτυπήσει συναγερμό για τον κορονοϊό. Ένα από αυτά τα ευρωπαϊκά προγράμματα ήταν και το Silver Bulet.
Πράγματι, μετά το 2003 σημειώθηκε μια έκρηξη έρευνας στην ΕΕ για τον κορονοϊό. «Με την πρόληψη και την έρευνα των ιών ευρύτερα, είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί ένας τυπικός ιός από κάθε οικογένεια και ειδικότερα ο τρόπος αναπαραγωγής του. Με αυτόν τον τρόπο, ένας νέος παθογόνος ιός θα είναι παρόμοιος με αυτόν που ήδη γνωρίζουμε» είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων καθηγητής Johan Neyts της Διεθνούς Εταιρείας για την Αντιική Έρευνα στο Βέλγιο (ISAR). «Έτσι σε περίπτωση εμφάνισης, τα ήδη πραγματοποιηθέντα πειράματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν άμεσα για να ληφθούν εμβόλια ή αντιιικά, κλπ. Η αντίδραση θα ήταν άμεση» συμπληρώνει.
Στην ΕΕ, όμως, δεν επέλεξαν να συνεχίσουν αυτή την προσέγγιση μετά την επιδημία του 2003 ώστε να εξοικονομήσουν χρόνο για αναζήτηση κατάλληλων φαρμάκων. Τα προγράμματα σκάλωσαν. «Από το 2005, ήταν πραγματικά δύσκολο να βρεθεί χρηματοδότηση για έρευνα για τον κορονοϊό SARS» είπε ο διάσημος Γερμανός καθηγητής Rolf Hilgenfeld από το Πανεπιστήμιο του Lübeck που συνέβαλε καταλυτικά σε ευρωπαϊκά προγράμματα ενώ δημοσίευσε και σχετικό paper με συναδέλφους του. Οι εταιρείες έχασαν το ενδιαφέρον τους, για να ρίξουν λεφτά, λέει ο ίδιος.
«Αν προσθέσεις τον αριθμό των ατόμων που είχαν μολυνθεί από όλους τους κορονοϊούς –SARS, MERS, Covid-19- (μέχρι τον Ιανουάριο του 2020) ήταν το πολύ 12.500 άτομα. Αυτός ο αριθμός όμως δεν αποτελεί αγορά, είναι δηλαδή πολύ λίγες οι περιπτώσεις ώστε να ενδιαφέρονται οι φαρμακευτικές», είπε πρόσφατα ο Hilgenfeld στο Nature. Δεν έχουν αναπτυχθεί αποτελεσματικές θεραπείες, εν μέρει επειδή ο σχετικά μικρός αριθμός περιπτώσεων δεν δικαιολογούσε μεγάλες δαπάνες από φαρμακευτικές εταιρείες.
Όταν ο SARS εξαφανίστηκε, δεν υπήρχε προφανής αγορά που να περιμένει φάρμακα ή εμβόλια για να τα θεραπεύσει, επιβεβαιώνει ο David Heymann του London School of Hygiene and Tropical Medicine. Επειδή λοιπόν στην ΕΕ τα λεφτά για τις έρευνες, όπως προαναφέρθηκε, τα βάζουν οι εταιρείες και εφόσον δεν υπάρχει αγορά στην ΕΕ δεν υπήρχαν τόσα χρήματα για προληπτική ερευνητική ιατρική. Άραγε, πόσο αξιοποιήθηκαν έρευνες Κινέζων επιστημόνων που μιλούσαν για τον κίνδυνο εξάπλωσης κορονοϊών από νυχτερίδες ή μελέτες για εμφάνιση στον άνθρωπο κορονοϊών παρόμοιων με τον SARS;
Το trending science της Κομισιόν
Καθώς όμως, όπως λένε οι παραπάνω επιστήμονες, οι ιοί εμφανίζονται ξαφνικά, και είναι αδύνατο να αποκτηθούν άμεσα επιστημονικά αποτελέσματα, χρειάζονται προληπτικές έρευνες. «Εάν επιλέγαμε αυτήν την επιχειρησιακή προσέγγιση μετά την επιδημία SARS το 2003, θα είχαμε εξοικονομήσει πολύ χρόνο σήμερα στην αναζήτηση για κατάλληλα φάρμακα» τόνισε ξεκάθαρα ο Bruno Canard. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Johan Neyts: «Αν είχαμε επενδύσει από το 2003 στην επιδημία SARS ψάχνοντας για φάρμακο που θα ήταν ενεργό ενάντια στον κορονοϊό, θα μπορούσαμε μέχρι τώρα να είχαμε ένα απόθεμα που θα ήταν ενεργό ενάντια στον Covid-19 […] Έχουμε χάσει μια ευκαιρία, είναι μια “τρομοκρατική” επίθεση ενός ιού που θα μπορούσαμε να είχαμε αποτρέψει, περισσότεροι άνθρωποι πρόκειται να πεθάνουν, είναι πραγματικά ντροπή». Ωστόσο, οι δεκάδες χιλιάδες λομπίστες και τα δεκάδες δισεκατομμύριά τους είναι αυτά που επηρεάζουν τις εξελίξεις στις Βρυξέλλες διαμορφώνοντας την ατζέντα και όχι κάποιοι “γραφικοί” επιστήμονες που αγαπάνε τον συνάνθρωπο και όχι το “άρμεγμα” που ενθαρρύνει η ΕΕ. Η Κομισιόν φαίνεται να έκανε το μοιραίο λάθος να ακολουθεί τη μόδα που επέβαλαν οι εταιρείες, το λεγόμενο “trending science” ενώ πλέον υπάρχουν και ιδέες να ζητήσει και χρήματα απευθείας από τους πολίτες με crowdfunding! «Πολύ συχνά, η αρχική αύξηση της προσοχής και των επενδύσεων σε έρευνες που δημιουργείται από κάτι νέο ξεφουσκώνει όταν υποχωρήσει το ξέσπασμα [του ιού] και νέες προτεραιότητες παίρνουν τη θέση τους», υποστηρίζει ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Διαχείρισης της Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Yale Jason Schwartz. Το σημαντικότερο είναι ότι οι επιδημίες σύντομα ξεχάστηκαν καθώς στα χρόνια που ακολούθησαν το ξέσπασμα του ιού το 2003, το πολιτικό ενδιαφέρον για το SARS-CoV είχε ήδη εξαφανιστεί. Τώρα πλέον που θα υπάρχει “πελατεία” θα δούμε και κινητοποίηση στο φουλ.
Όταν η εταιρεία αλυσοδένει το πανεπιστήμιο
Όταν επικρατεί καθεστώς που τις ευρύτερες έρευνες –όχι μόνο για την υγεία- τις χρηματοδοτούν κυρίως επιχειρήσεις, τότε η εικόνα αλλάζει. Ενδεικτικά, θυμίζουμε τι συνέβη τη δεκαετία του 1990 όταν η Novartis χρηματοδοτούσε ιατρικές έρευνες στο Πανεπιστήμιο του Berkeley. Τον Νοέμβριο του 1998 το Τμήμα Βιολογίας Φυτών και Μικροβιολογίας του εν λόγω πανεπιστημίου υπέγραψε μια συμφωνία-μαμούθ με τη Novartis. Επρόκειτο για μια 5ετή συμφωνία της διοίκησης (χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με καθηγητές) για δωρεά της εταιρείας ύψους 25 εκατ. δολαρίων. Δεν πρόκειται για μια άδολη δωρεά για την προαγωγή της επιστήμης.
Σε αντάλλαγμα για τη χρηματοδότηση, η Novartis απέκτησε αποκλειστικά δικαιώματα ευρεσιτεχνίας στο 1/3 της πανεπιστημιακής έρευνας. Μεταξύ άλλων προνομίων, η σύμβαση παρείχε ρητά στη φαρμακευτική εταιρεία άμεση επιρροή σε συγκεκριμένους τομείς της έρευνας. Κάποιοι καθηγητές επέκριναν τη συμφωνία, προειδοποιώντας ότι η επιρροή της δεύτερης μεγαλύτερης φαρμακευτικής εταιρείας στον κόσμο θα υπαγορεύει τις προτεραιότητες του ιδρύματος. Οι φόβοι ήταν βάσιμοι και προφητικοί.
Μοναδικές θετικές παραφωνίες στην παραπάνω κυριαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου στην έρευνα αποτελούσαν η Ελλάδα και η Κύπρος, με το δημόσιο να συμμετέχει κατά 42.6 % και 41.1 % στην έρευνα αντίστοιχα. Ωστόσο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προωθεί το ευρωπαϊκό μοντέλο στην Ελλάδα συνδέοντας την αγορά με τα πανεπιστήμια. Έτσι, το φαινόμενο οι ακαδημαϊκοί να ζητιανεύουν χρήματα δίχως να παράγουν απαραίτητα διδακτικό ή ερευνητικό έργο ενδεχομένως να γίνει μάστιγα. Οι εταιρείες θα υπαγορεύουν την έρευνα και όχι οι ανάγκες της κοινωνίας και ολοένα και περισσότεροι επιστήμονες που θα πρέπει να εργαστούν θα καταλήγουν εργαζόμενοι εταιρειών.
Πολλοί, βέβαια, καταφεύγουν σε νομικίστικες εξηγήσεις, αναγιγνώσκοντας τις ευρωπαϊκές Συνθήκες για να δικαιολογήσουν την ΕΕ. Θεωρούν, δηλαδή, ότι η ΕΕ δεν διαθέτει την ανάλογη ισχύ ώστε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της (πχ. άρθρο 168 Συνθ. ΕΕ). Πρόκειται όμως για ανεπαρκή και ίσως αποπροσανατολιστική κουβέντα, διότι η ΕΕ επενδύει εκατοντάδες δισ. ευρώ στην έρευνα –και για τέτοιες αρρώστιες– με αναθέσεις σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Εκεί λοιπόν οι ευθύνες της συντρίβουν τον νομικισμό.
Η διαχείριση αυτών των χρημάτων καθώς και η εγκατάλειψη της έρευνας στις εταιρείες είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης. Αλίμονο αν χρειάζονται ακόμα μεγαλύτερη ισχυροποίηση οι Βρυξέλλες ώστε να θεωρούν ότι θα γίνουν πιο λειτουργικές υπέρ του δημοσίου συμφέροντος αποκομμένες από τις ομάδες πίεσης. Σύμφωνα με τον Neyts το κόστος για εύρεση θεραπείας για τον κορονοϊό είναι γύρω στα 250-300 εκατομμύρια ευρώ. «Πρόκειται φυσικά για ψίχουλα μπροστά στον ανθρώπινο πόνο που βλέπουμε τώρα αλλά και τις οικονομικές απώλειες». Χιλιάδες άνθρωποι θα πεθάνουν και ίσως και η ΕΕ λόγω της μιζέριας της.
Πηγή: SLpress.gr
Leave a Reply